- γλακτοφάγοι
- γλακτοφάγοςliving on milkmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
GALACTOPHAGI — Scythiae Asiaticae opo. a lacte denominati. Γλακτοφάγοι Hom. Il. 3. quos iustissmos appellat, quod tenui victu contenti ab omni iniuriase continerent … Hofmann J. Lexicon universale
γλακτοφάγος — γλακτοφάγος, ον (Α) 1. ο γαλακτοφάγος, αυτός που ζει με γάλα 2. (πληθ. ως ουσ.) οι Γλακτοφάγοι σκυθικός λαός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλακτ (πρβλ. γλακτοτρόφος) + φαγος < (θ.) φαγ , έφαγον, αόρ. β τού εσθίω (βλ. και λ. γάλα)] … Dictionary of Greek